ξυλόστεγος

ξυλόστεγος
ξυλό-στεγος, mit hölzernem Dache, auch ξυλο- στεγής

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυλόστεγος — ξυλόστεγος, ον (Μ) βλ. ξυλοστεγής …   Dictionary of Greek

  • ξυλοστεγής — ξυλοστεγής, ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, ον) αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό στεγος] …   Dictionary of Greek

  • Ορλάνδος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1887 – 1979). Έλληνας αρχαιολόγος, φιλόσοφος και αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστήμιου Αθηνών και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής της αρχιτεκτονικής μορφολογίας και ρυθμολογΊας του Ε.Μ.Π. (1920 1958)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”